0 items
No products in the cart.
Return to ShopΣύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές.
Σύμβαση μισθώσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας, επί της οποίας και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της Εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει όταν κατά τους όρους της σχετικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (εργοδότης-μισθωτός), υποχρεούται ο μισθωτός να παρέχει την εργασία του αυτοπροσώπως στον εργοδότη για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, έναντι καταβολής μισθού, ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού – προσδιορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς περαιτέρω ευθύνη αυτού (μισθωτού) για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος. Ο μισθωτός κατά την εκτέλεση της εργασίας του βρίσκεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση έναντι του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να καθορίζει τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση της παροχής της, μέσα στα νόμιμα ή συμβατικά πλαίσια, κατά τρόπο δεσμευτικό για τον μισθωτό, δίνοντας σ’ αυτόν τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτό εντολές και οδηγίες τις οποίες είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί και να εκτελεί, καθώς και με το δικαίωμα να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση συμμορφώσεως του μισθωτού προς αυτές.
Δεν έχει σημασία, για τον χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης παροχής εργασίας ως σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, εάν η εργασία παρέχεται μέσα στους χώρους της επαγγελματικής εγκατάστασης του εργοδότη (γραφείο, κατάστημα, εργοστάσιο) ή εκτός αυτών (ΑΠ 893/1986 – ΑΠ 107/1987 – ΑΠ 460/1986 – ΑΠ 1855/1988 – ΑΠ 868/1989). Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και από ανεξάρτητο επαγγελματία, αφού δεν απαιτείται να παρέχεται αυτή κατά κύριο επάγγελμα (ΑΠ 460/1986 – ΑΠ 597/1973).
Σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, υφίσταται όταν ο εργαζόμενος διατηρεί την ελευθερία και την πρωτοβουλία να καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες εργασίας του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη.
Ειδικότερα, ο φορέας της εργασίας διατηρεί πρωτοβουλία και ελευθερία ενέργειας, καθορίζοντας ο ίδιος τις συνθήκες εργασίας του, δηλαδή τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση της παροχής. Δεν υπόκειται στον έλεγχο, στην εποπτεία και στην εξάρτηση του εργοδότου ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας που του έχει ανατεθεί, χωρίς όμως και στην σύμβαση αυτή να αποκλείεται κάποια χαλαρή εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη (ΑΠ 1898/1987 – ΑΠ 800/1987 – ΑΠ 1855/1988 – ΑΠ 333/1988 – ΑΠ 869/1989 – ΑΠ 329/1990 κ.λπ.).
Έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι υπάρχει σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών στην εργασία του λογιστή όταν αναλαμβάνει σποραδικά εγγραφές ή διατηρεί δικό του λογιστικό γραφείο και εξυπηρετεί περισσότερους πελάτες, ως ελεύθερος επαγγελματίας, στην υπηρεσία γιατρών που απλώς εργάζονται σε κλινικές χωρίς να υποχρεώνονται σε τακτική εργασία προς αυτές κ.λ.π. Θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζονται τα συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία χαρακτηρίζουν την παροχή εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να επισημανθεί ότι επιδόματα (δώρα) εορτών, αξίωση για υπερωρίες, αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης και άλλα παρεπόμενα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δικαιώματα, προϋποθέτουν σχέση εξαρτημένης εργασίας.
Είναι γνωστό ότι η ύπαρξη σύμβασης ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας, συνεπάγεται την εφαρμογή πληθώρας δικαιωμάτων και προστατευτικών διατάξεων προς όφελος των εργαζομένων, όπως η εφαρμογή των διατάξεων για τα ελάχιστα όρια αμοιβών, το δικαίωμα λήψης άδειας και επιδόματος αδείας, επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, των διατάξεων περί ωραρίου και χρονικών ορίων εργασίας, περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και λήψης αποζημίωσης απόλυσης αλλά και της κοινωνικής ασφάλισης στο ΙΚΑ.
Τα παραπάνω, αναμφίβολα αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων και δημιουργούν επιπρόσθετα κόστη. Παρατηρείται λοιπόν, συχνά το φαινόμενο σχέσεων συμβάσεων που βρίσκονται στα όρια μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και ανεξάρτητης απασχόλησης, των οποίων ο χαρακτηρισμός αποτελεί ζήτημα εξέχουσας σημασίας, καθώς έχει πληθώρα συνεπειών τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό – πολιτικό επίπεδο. Το ζήτημα προφανώς δεν έχει αφήσει αδιάφορο τον νομοθέτη, ο οποίος με παρεμβάσεις επεδίωξε τη ρύθμισή του.
Δυσκολίες ως προς τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων ως εξαρτημένης ή μη εξαρτημένης εργασίας, προκύπτουν επί ορισμένων μορφών απασχόλησης που χρησιμοποιούνται ευρύτατα σήμερα, όπως η κατ’ οίκον απασχόληση, η τηλεργασία, το φασόν κ.λ.π. Οι μορφές αυτές απασχόλησης έχουν αρκετές αρνητικές πλευρές για τους εργαζομένους, όπως μειωμένη αμοιβή, έλλειψη προστασίας κατά την απόλυση, στέρηση δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας (διάφορων επιδομάτων), αλλά και συλλογικών δικαιωμάτων που έχουν οι εργαζόμενοι με σταθερό καθεστώς εργασίας.
Σύμφωνα με τον άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 , «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 66), ορίζεται ότι: «Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας και κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες».
Με την παραπάνω διάταξη εισήχθη το θετικό τεκμήριο της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας, υπό τις προϋποθέσεις: α) να απασχολείται ο εργαζόμενος αυτοπροσώπως και κατά κύριο λόγο (τουλάχιστον) στον ίδιο εργοδότη και β) να διαρκεί η απασχόληση για 9 μήνες συνεχώς. Η εισαγωγή του παραπάνω θετικού τεκμηρίου, τροποποίησε το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, υπό τον Ν. 2639/1998 σύμφωνα με το οποίο υπήρχε αρνητικό τεκμήριο, καθώς προβλεπόταν ότι η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας και κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.
Τα τεκμήριο αυτό ωστόσο, δεν ίσχυε αν ο απασχολούμενος προσέφερε την εργασία του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη. Πρέπει να σημειωθεί ότι, το θετικό τεκμήριο της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας του Ν. 3846/2010, είναι μαχητό γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα ανταπόδειξης.
Αντίστοιχα και στη νομοθεσία του ΙΚΑ προβλέπεται ότι, σε περίπτωση δυσχερούς διάκρισης σχετικά με το αν η εργασία ενός προσώπου είναι εξαρτημένη ή όχι, ισχύει εκ του νόμου τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας. Και σε αυτή την περίπτωση όμως, το τεκμήριο είναι μαχητό, καθώς ανατρέπεται εάν αποδεικνύεται κάθε φορά κατά τρόπο βέβαιο και σαφή ότι η παρεχόμενη εργασία δεν είναι εξαρτημένη.
Θεωρία και Νομολογία
Το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και συγγενών μορφών έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό και την θεωρία και τη νομολογία του εργατικού δικαίου. Άλλωστε η κρίση και ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε σύμβασης, αποτελεί έργο των Δικαστηρίων. Για την κατάφαση της ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας έχουν διατυπωθεί διαχρονικά τέσσερις κυρίως θεωρίες. Συγκεκριμένα έχει διατυπωθεί:
α) Η θεωρία της προσωπικής εξάρτησης. β) Η θεωρία της νομικής εξάρτησης. γ) Η θεωρία της λειτουργικής ή οργανικής εξάρτησης. δ) Η θεωρία της οικονομικής εξάρτησης. Τελικώς στη νομολογία επικράτησε η θεωρία της προσωπικής νομικής εξάρτησης χωρίς αυστηρή διάκριση μεταξύ τους, με την υιοθέτηση όμως ορισμένων κριτήριων και των άλλων δύο θεωριών.
Έτσι, σύμφωνα με την κρατούσα θέση αποφασιστικό κριτήριο για την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, και κατά συνέπεια για την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου είναι ο καθορισμός του τόπου, του τρόπου και του χρόνου παροχής εργασίας από τον εργοδότη.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχει κρίνει ότι:
i) Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.
Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές.
ii) Αντίθετα, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς όμως να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Στη περίπτωση της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει μεν κάποια δέσμευση και εξάρτηση, ή οποία μπορεί να έχει σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, χωρίς όμως να υποδηλώνει εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη, με την παραπάνω έννοια.
Βασικό στοιχείο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη είναι το ποιοτικό στοιχείο, και συγκεκριμένα η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν δικαιολογημένη την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο και όχι το ποσοτικό στοιχείο δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης. Το ποιοτικό στοιχείο, που διαφέρει κατά περίπτωση, συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών εργασίας, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, και συνδυαζόμενο με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.
Τέλος, πρέπει να γίνει σαφές ότι ανεξαρτήτως των συμφωνιών των μερών η κρίση αν μια σχέση αποτελεί ή όχι εξαρτημένη εργασία ανήκει στα Δικαστήρια τα οποία είναι αρμόδια να προβούν στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης. Έτσι ο Δικαστής αφού εκτιμήσει το σύνολο των εκάστοτε πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένων περιστάσεων θα κρίνει με ποιά νομική σχέση συνδέονται τα μέρη, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν αυτά για τη σχέση που τα συνδέει. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικότερη όλων η πραγματική κατάσταση και η δυνατότητα απόδειξής της εάν και εφόσον υπάρξει ανάγκη.
Τα κριτήρια που στοιχειοθετούν τον χαρακτήρα μιας εργασιακής σχέσης ως εξαρτημένης
Η στοιχειοθέτηση του χαρακτήρα μιας εργασιακής σχέσης ως εξαρτημένης, προκύπτει από τη συνδυαστική κάθε φορά συνδρομή μιας σειράς ειδικότερων κριτηρίων, όπως το σταθερό (ημερήσιο, εβδομαδιαίο) ωράριο και ο προσδιοριζόμενος από τον εργοδότη τόπος παροχής της εργασίας, η διάθεση από τον εργοδότη των μέσων παραγωγής (εργαλεία, πρώτες ύλες κ.λπ.), η προσδιοριζόμενη από τον εργοδότη μέθοδος εκτέλεσης της εργασίας, η ένταξη του εργαζομένου σε μια ιεραρχικά οργανωμένη υπηρεσία ή εκμετάλλευση, η δυνατότητα πειθαρχικού ελέγχου, ο τρόπος και η μέθοδος αμοιβής (προσδιορισμός μισθού), η φορολογική και κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση του εργαζομένου (παρακράτηση και απόδοση φόρου μισθωτών υπηρεσιών και η υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ ή άλλου κοινονικοασφαλιστικού φορέα), η παροχή εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη και όχι η διάθεση του (ημερήσιου, εβδομαδιαίου, μηνιαίου) εργασιακού χρόνου του εργαζομένου σε περισσότερους εργοδότες.
Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν ταυτόχρονα σε κάθε εργασιακή σχέση προκειμένου να χαρακτηριστεί ως εξαρτημένη, ούτε είναι δυνατόν να ιεραρχηθούν κατά σπουδαιότητα. Και αυτό γιατί με σχέση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να απασχολείται τόσο ένας ανειδίκευτος εργάτης όσο και ένας υπάλληλος σε ιεραρχικά διευθυντική θέση, ή ακόμη και ένας κατ’ οίκον εργαζόμενος, ένας «τηλεεργαζόμενος» ή ένας πωλητής.
Η υπαγωγή του εργαζομένου στην ασφάλιση του ΙΚΑ θεωρείται στοιχείο το οποίο, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία, δημιουργεί ενδείξεις για την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, ενώ η μη ασφάλιση του εργαζομένου στο ΙΚΑ και η ασφάλισή του σε άλλον κοινωνικοασφαλιστικό μηχανισμό (π.χ. ΟΑΕΕ) δεν αρκεί από μόνη της να αναιρέσει τον χαρακτήρα της έννομης σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.
Κατά πάγια δικαστηριακή νομολογία, σχέση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται όταν ο εργοδότης έχει το δικαίωμα της διεύθυνσης και εποπτείας της εργασίας και καθορίζει τον χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο και τις λοιπές συνθήκες της παροχής της, ο δε εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται.
Τα κριτήρια που στοιχειοθετούν τον χαρακτήρα μιας ανεξάρτητης εργασίας και συγκεκριμένα μιας Σύμβασης Έργου
Σημαντική διάκριση από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αποτελεί η σύμβαση έργου. Σύμβαση έργου υφίσταται όταν οι συμβαλλόμενοι στοχεύουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος κι όταν αυτό επιτευχθεί, επέρχεται αυτόματα και η λύση της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή η σχέση που προκύπτει δεν υπάγεται στην εργατική νομοθεσία και δεν υπάρχει υποχρέωση ασφάλισης του παρέχοντα την υπηρεσία, ο οποίος εργάζεται με σκοπό την εκπλήρωση του συμφωνηθέντος έργου με την ανάλογη αμοιβή.
Σύμβαση έργου υπάρχει, όταν ένα πρόσωπο αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει ορισμένο έργο, για λογαριασμό άλλου προσώπου ή φορέα αντί καταβολής συμφωνημένης αμοιβής, σε καθορισμένο ή όχι χρονικό διάστημα. Με τη σύμβαση δηλαδή έργου ο εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει ένα έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή.
Το αντικείμενο της σύμβασης έργου, δεν είναι η εργασία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του έργου, αλλά το έργο καθαυτό, δηλαδή το αποτέλεσμα της εργασίας. Και επειδή ακριβώς το αντικείμενο της σύμβασης έργου είναι το έργο, για τον λόγο αυτό, αφενός, ο εργολάβος φέρει τον κίνδυνο του έργου μέχρι να γίνει η παράδοσή του και αφετέρου, η σύμβαση έργου λύεται αυτοδικαίως με την ολοκλήρωσή του.
Όσον αφορά τη διάρκεια που θα μπορούσε να έχει μία σύμβαση έργου, σύμφωνα με τον Ν.2639/1998, άρθρο 1, παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν.3846/2010, ισχύει ότι: «1. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας και κατ΄ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες».
Εάν λοιπόν υπογραφεί μια σύμβαση έργου, που όμως θα υποχρεώνει τον αντισυμβαλλόμενο να εργάζεται μόνο ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη και μάλιστα αυτοπροσώπως για 9 συνεχείς μήνες, τότε θα σημαίνει ότι η σύμβαση αυτή δεν πρόκειται για σύμβαση έργου, αλλά πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Το ζήτημα της σύμβασης έργου είναι σχετικά ρευστό, λόγω του ότι δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά επί του θέματος στην εργατική νομοθεσία. Εάν ο εργαζόμενος με σύμβαση έργου, παρέχει τις υπηρεσίες του αυτοπροσώπως στην επιχείρηση, σε περίπτωση ελέγχου πρέπει ο εργοδότης να αποδείξει ότι δεν υποκρύπτεται εξαρτημένη εργασία.
Επομένως, ποτέ δεν μπορεί να είναι καλυμμένος ο εργοδότης 100% ότι δεν θα βρεθεί εκτεθειμένος σε ενδεχόμενο έλεγχο, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις σύναψης σύμβασης έργου. Η φυσική παρουσία στην επιχείρηση προϋποθέτει εξαρτημένη σχέση εργασίας, πρόσληψη και ασφάλιση του εργαζόμενου. Τέλος, μια σύμβαση έργου δεν μπορεί να ξεπερνά σε διάρκεια τους 9 συνεχείς μήνες κατά τους οποίους η εργασία θα παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη.
Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή εργασίας, η οποία κατά τη θέληση των μερών θα παρέχεται υπό τις εντολές και τις οδηγίες του εργοδότη. Αντίθετα, στη σύμβαση έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο αποτέλεσμα της εργασίας.
Σε αντίθεση με τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όπου ο εργαζόμενος υποκείμενος στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη, ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής της εργασίας που του έχει ανατεθεί, έχει υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς να ευθύνεται για το αποτέλεσμα αυτής, ο παρέχων τις υπηρεσίες του με σύμβαση έργου (εργολάβος) δεν υποβάλλεται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη, ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής της εργασίας που του έχει ανατεθεί, αλλά τα συμβαλλόμενα μέρη αποβλέπουν στην επίτευξη ενός αποτελέσματος (έργο), που όταν ολοκληρωθεί επέρχεται η λύση της σύμβασης.
Στη σύμβαση αυτή ο εργολάβος ενεργεί με δική του πρωτοβουλία και με δικό του κίνδυνο και έχει αυτός την ευθύνη της οργάνωσης της εργασίας για την επίτευξη του αποτελέσματος (έργου), τη δε εργασία μπορεί να εκτελέσει είτε ο ίδιος είτε άλλος που αυτός προσλαμβάνει, ενώ ο συμβατικός δεσμός τερματίζεται, συνήθως όταν πραγματοποιείται το τελικό αποτέλεσμα (Καρακατσάνης: Εργ.Δικ. Τόμος Α΄ σελ.97 – Κουκιάδης Εργ.Δικ. Ατομ. Συμβάσεις σελ. 243 – ΑΠ 755/1987 – ΑΠ 1457/1984 – ΑΠ 363/1983 κ.λπ.).
Επομένως, δεν θα πρέπει να αναφέρονται στη σύμβαση έργου όροι που αφορούν την εξαρτημένη εργασία, όπως είναι:
α) Συγκεκριμένος τόπος παροχής της εργασίας: ο παρέχων την υπηρεσία δεν δεσμεύεται να παρέχει την εργασία του σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο, π.χ. στα γραφεία της επιχείρησης. Μπορεί όμως, με όρο να δεσμευτεί να παρέχει την απαιτούμενη πληροφόρηση στον εργοδότη, ανά διαστήματα με παρουσία του στην επιχείρηση (π.χ. να παρουσιάζεται στην επιχείρηση μία φορά την εβδομάδα για να ενημερώνει τον εργοδότη για την πορεία του έργου που ανέλαβε).
β) Συγκεκριμένο ωράριο παροχής της εργασίας: ο παρέχων την υπηρεσία δεν δεσμεύεται από ένα συγκεκριμένο ωράριο εντός του οποίου πρέπει να παρέχει υπηρεσίες (π.χ. καθημερινή εργασία Δευτέρα-Παρασκευή 9 π.μ.-5 μ.μ.), αλλά επιλέγει ο ίδιος ποιες ημέρες και πόσες ώρες ημερησίως δύναται να απασχοληθεί ώστε να φέρει εις πέρας το έργο που του ανατέθηκε.
γ) Συγκεκριμένος τρόπος παροχής της εργασίας: ο παρέχων την υπηρεσία επιλέγει μόνος του τον τρόπο με τον οποίο θα φέρει εις πέρας το έργο που του ανατέθηκε, απαλλαγμένος από την εποπτεία του εργοδότη.
δ) Μηνιαίος μισθός: ο παρέχων την υπηρεσία δεν αμείβεται με μηνιαίο μισθό, από τη στιγμή που δεν είναι μισθωτός, αλλά αμείβεται με ένα ποσό που συμφωνείται για το σύνολο του έργου που ανέλαβε να φέρει εις πέρας και για το οποίο εκδίδεται το ανάλογο φορολογικό στοιχείο (π.χ. Τίτλος Κτήσης από τον εργοδότη, Τιμολόγιο/Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών από τον παρέχοντα την υπηρεσία, κ.λπ.).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εργασία που θα παρασχεθεί δεν θα πρέπει να υπάγεται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, ως παροχή μισθωτών υπηρεσιών. Δηλαδή, παίζει σημαντικό ρόλο και το είδος του έργου που καλείται να αναλάβει ο παρέχων την υπηρεσία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές.
Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
Όσον αφορά τα κριτήρια διάκρισης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση έργου, ένα εκ των βασικότερων στοιχείων της σύμβασης εργασίας είναι ότι το αντικείμενό της είναι η εργασία καθ’ εαυτή και όχι το προσδοκώμενο αποτέλεσμά της.
Αντιθέτως, όταν το βασικό αντικείμενο της συμβάσεως είναι το αποτέλεσμα της εργασιακής δραστηριότητας, ήτοι το δημιούργημα (προϊόν) της εργασίας, τότε πρόκειται για σύμβαση έργου, στην οποία δεν ενδιαφέρει η ανθρώπινη ενέργεια η οποία παράγει το αποτέλεσμα, αλλά αυτό τούτο το αποτέλεσμά της. Στη σύμβαση έργου ο εργολάβος ενεργεί με δική του πρωτοβουλία και ευθύνη και φέρει, αυτός μόνος, τον κίνδυνο του αποτελέσματος της εργασίας του και της εν γένει οργανώσεως αυτής, ο δε συμβατικός του δεσμός με τον εργοδότη τερματίζεται, κατά κανόνα, με την πραγματοποίηση – επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.
Ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
Οι κανόνες που διέπουν το εργατικό δίκαιο, καθώς και οι κανόνες κοινωνικής ασφάλισης, εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας.
Όταν υπάρχει αμφιβολία αν υπάρχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή άλλου είδους σύμβαση παροχής εργασίας, τότε θα πρέπει να εξετάζεται το περιεχόμενο της σύμβασης, η βούληση των μερών, αλλά και οι συνθήκες υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία.
Ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας, σύμβασης έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που έχουν προσδώσει σε αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη, δεδομένου ότι η έννοια της εξάρτησης είναι έννοια νομική. Το Δικαστήριο για να κρίνει, θα λάβει υπόψη του το σύνολο του περιεχομένου της σύμβασης, καθώς και τους όρους και τις πραγματικές συνθήκες και τα περιστατικά κάτω από τα οποία λειτούργησε η εργασιακή σχέση, αφού ληφθούν υπόψη η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Ο Άρειος Πάγος με την με αρ. 372/2014 απόφασή του αποφάνθηκε σε ποιες περιπτώσεις έχουμε τον χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης και μάλιστα, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής της αμοιβής. Καθόρισε επίσης της προϋποθέσεις αυτής και τις μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου. “…..Αν όμως ο εργαζόμενος είναι επιστήμονας και παρέχει π.χ. επιστημονικές υπηρεσίες επιλέγοντας ο ίδιος βασικούς όρους της απασχολήσεώς του χωρίς να ελέγχεται από τον εργοδότη, ως προς τον τρόπο και εν μέρει ως προς τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του τόπο, τότε αυτό δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Συνεπώς οι απασχολούμενοι ελεύθερα οι οποίοι καθορίζουν βασικούς όρους της παροχής εργασίας χωρίς να ελέγχονται άμεσα από τον εργοδότη, μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν έχουν εξαρτημένη σχέση.”
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, “από τον συνδυασμό των διατάξεων των σχετικών άρθρων του Αστικού Κώδικα (648 και 652 του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943), προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας, και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εξαρτημένη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Με βάση το κριτήριο αυτό γίνεται φανερό, ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχολήσεώς του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη, ως προς τον τρόπο και εν μέρει ως προς τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του τόπο, δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (Ολ.ΑΠ 28/2005).”
Η E-LAWSPENTZOU είναι μια νέα ηλεκτρονική πύλη που προσφέρει έναν ευέλικτο τρόπο παροχής νομικών υπηρεσιών στον ιδιώτη και την επιχείρηση εμπνευσμένο από την φιλοσοφία της αρμονικής συνένωσης της σύγχρονης τεχνολογικής και διαδικτυακής πραγματικότητας με την καινοτομία, την πρωτοπορία και την ασφάλεια παροχής υπηρεσιών σε έναν κλάδο που από την φύση του είναι συνυφασμένος με την παράδοση και την γραφειοκρατία. Τον κλάδο του Δικαίου και της παροχής Νομικής Προστασίας.
Δευτέρα - Παρασκευή: 09:00 - 17:00