0 items
No products in the cart.
Return to ShopGift shop sale off 30%
Ποιά ζητήματα τίθενται σχετικά με την αναγνώριση ή την δεσμευτικότητα των προγενέστερων οδηγιών ή διαθηκών ζωής (living wills) και την οριοθέτηση του ιατρικού καθήκοντος επέμβασης στις περιπτώσεις που η σχετική βούληση του ασθενή είναι γνωστή.
Η σύγχρονη ιατρική επιστήμη και τεχνολογία θέτουν σήμερα στη διάθεση του ασθενή ολοένα και περισσότερα μέσα που κατατείνουν στην αντιμετώπιση της νόσου ή της αναπηρίας του, στην ανακούφιση των πόνων του, στη διάσωση της ζωής του ή ακόμα και στην παράταση αυτής.
Παράλληλα προς την πρόοδο των δυνατοτήτων της ιατρικής επιστήμης καταγράφεται, ωστόσο, και η αυξημένη σημασία που έχει προσλάβει η αυτονομία του ασθενή, δεδομένης της μετάβασης από το πατερναλιστικό μοντέλο άσκησης της ιατρικής και την «τυφλή» εμπιστοσύνη του ασθενή στο πρόσωπο του ιατρού στο μοντέλο της «συναίνεσης κατόπιν ενημέρωσης» και σε μια σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μέσα από τη διεργασία της συνάντησης και της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ του ατόμου, του περιβάλλοντός του και των επαγγελματιών υγείας.
Στο πλαίσιο αυτό εκδηλώνεται συχνά η επιθυμία του σύγχρονου ασθενή να συγκαθορίζει το είδος και την πορεία της θεραπευτικής του μεταχείρισης, αλλά και να ρυθμίζει εκ των προτέρων τα όρια αυτής στο τέλος της ζωής του· επιθυμία που εκδηλώνεται πιο επιτακτικά ενόψει της προοπτικής περιέλευσης σε μια κατάσταση υγείας που δεν θα επιτρέπει στον ίδιο να εξωτερικεύσει τη βούλησή του τη στιγμή που τίθεται το δίλημμα διατήρησης του ή όχι στη ζωή.
Με τον όρο «προγενέστερες οδηγίες» ή «διαθήκες ζωής» («living wills») χαρακτηρίζουμε τις επιθυμίες που είχε διατυπώσει ο ασθενής σε προγενέστερο χρόνο για τον τρόπο χειρισμού της υγείας και της ζωής του σε περίπτωση που ο ίδιος βρεθεί κάποτε σε κατάσταση ανικανότητας ως προς την εκδήλωση της βούλησής του.
Ζητήματα τίθενται σχετικά με την αναγνώριση ή την δεσμευτικότητα αυτών των οδηγιών και την οριοθέτηση του ιατρικού καθήκοντος επέμβασης στις περιπτώσεις που η σχετική βούληση του ασθενή είναι γνωστή.
Τα ζητήματα αυτά συμπλέκονται με τα διλήμματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της ευρύτερης θεματικής του τέλους της ανθρώπινης ζωής, υπό την έννοια της πιο έντονης δοκιμασίας της βιολογικής αυτονομίας του ατόμου και αναδεικνύουν διαφορετικά ζητήματα βιοηθικής.
Δεδομένου ότι η νομική αποδοχή της λεγόμενης παθητικής ευθανασίας αλλά και της «διακοπής της θεραπείας» συνδέεται εν τέλει με την αξιολόγηση του παράγοντα της βούλησης του ασθενή, μένει να εξετάσει κανείς την «ασφάλεια» που συνεπάγεται η σύνδεση αυτή.
Η αναγνώριση της δεσμευτικής ισχύος στη βούληση που έχει εξωτερικεύσει ο ασθενής σε προγενέστερο χρόνο και αφορά στην ιατρική του μεταχείριση στο τέλος της ζωής του θεμελιώνεται από το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα του τελευταίου να αυτοπροσδιορίζεται.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη»∙ η διάταξη αυτή θεμελιώνει την ελευθερία του ατόμου να αναπτύσσει την προσωπικότητά του και να δρα με αυτονομία, χωρίς να ετεροκαθορίζεται, επομένως ακόμα και στην επιλογή του τρόπου και του χρόνου της επέλευσης του θανάτου του.
Το κανονιστικό περιεχόμενο της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της προστασίας της αξίας του ανθρώπου έχει δεσμευτική ισχύ αναφορικά με την βούληση του ασθενή στο τέλος της ζωής του και θεμελιώνεται στην διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Συντ/τος, σύμφωνα με την οποία : «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Σύμφωνα με την αρχή αυτή δεν επιτρέπεται να υποβιβάζεται ο κάθε άνθρωπος σε αντικείμενο, ή απλό μέσο για την εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε σκοπών, αλλά αντίθετα να παραμένει υποκείμενο δικαιωμάτων με κυρίαρχο αυτό της αυτονομίας και του αυτοκαθορισμού του.
Επομένως, η λήψη μέτρων για τη διατήρηση στη ζωή με τεχνητά μέσα παρά την αντίθετη εξωτερικευθείσα βούληση του ασθενή θα ισοδυναμούσε με τον υποβιβασμό του τελευταίου σε πράγμα – με τη μεταχείρισή του ως μέσο, έστω και προς την επίτευξη ενός καταρχήν ευγενούς σκοπού, όπως η εκπλήρωση του ιατρικού καθήκοντος προστασίας και διατήρησης της ανθρώπινης ζωής.
Παρόλο που η ιατρική επιστήμη επιτρέπει σήμερα τη διατήρηση των φυσικών λειτουργιών του ανθρώπινου οργανισμού επί μακρό χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου την επιμήκυνση του χρόνου ζωής των ασθενών, πολλοί άνθρωποι φοβούνται να μην πεθάνουν όχι πρόωρα, αλλά ενδεχομένως με υπερβολική καθυστέρηση μέσα στο ιατροτεχνολογικό περιβάλλον της σύγχρονης μονάδας εντατικής θεραπείας, αφού πρώτα καταστούν «αντικείμενο» της άσκησης της ιατρικής – αντίθετα προς όσα επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος και ενώ δε θα είναι ίσως σε θέση να εκφράσουν την πραγματική τους βούληση.
Το δικαίωμα αυτό θεμελιώνεται, εξάλλου, στις νομοθετικές διατάξεις α) του άρθρου 5 του Ν. 2619/1998 (με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική, Οβιέδο 1997), σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι : «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεση του», β) του άρθρου 12 παρ. 1 του N. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι : «Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή.» και του άρθρου 47 παρ. 3 εδάφιο α’ του Ν 2071/1992 («Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας»), σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι : «Ο ασθενής έχει δικαίωμα να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν.»
Οι προγενέστερες οδηγίες αφορούν ιδίως σε ιατρικές πράξεις για την υποστήριξη ή τη συντήρηση λειτουργιών του οργανισμού που έχουν υποστεί σοβαρές βλάβες (λόγου χάρη καρδιοπνευμονική ανάνηψη, χορήγηση φαρμάκων για τη διατήρηση του καρδιακού παλμού, της αρτηριακής πίεσης ή/και την καταπολέμηση μικροβιακών λοιμώξεων, χορήγηση οξυγόνου, παροχή υγρών και τροφής με τεχνητά μέσα, υποβολή του ασθενή σε αιμοκάθαρση) και είτε επιτρέπουν τη διενέργεια ή την εξακολούθηση αυτών είτε επιτάσσουν την αποφυγή μιας επίπονης θεραπείας, ώστε να μην παρατείνεται μια αφόρητη κατάσταση.
Η τυχόν ανάθεση της ερμηνείας της προγενέστερης βούλησης του ασθενή στον εκάστοτε θεράποντα ιατρό του δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει τον πατερναλιστικό ρόλο του τελευταίου κατά τα πρότυπα του παρελθόντος, δεδομένου ότι η ερμηνεία μάλλον αναπόφευκτα επηρεάζεται από τις προσωπικές επιστημονικές και μη αντιλήψεις του εκάστοτε ιατρού. Εξάλλου, αν ο ασθενής δεν είναι ικανός να διαμορφώσει ή να εκφράσει την βούλησή του για την φροντίδα της υγείας του, εκείνοι που καλούνται να συναινέσουν για λογαριασμό του είναι οι οικείοι του, αφού προηγηθεί κατάλληλη πληροφόρηση από τον ιατρό. Ο ιατρός είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει τους οικείους του ασθενούς, ώστε να λάβουν υπόψη τις αποφάσεις τους και αυτές τις οδηγίες. Στο σημείο αυτό όμως εξαντλείται η δεσμευτικότητά τους από την άποψη του νόμου. Όντας ενήμεροι για το περιεχόμενο τους, οι συγγενείς του ασθενούς είναι ελεύθεροι να τους ακολουθήσουν ή όχι, κρίνοντας εκείνοι το συμφέρον του και εξουσιοδοτώντας ανάλογα τον ιατρό να προβεί ή όχι σε συγκεκριμένες πράξεις.
Στην περίπτωση των διαθηκών ζωής, το περιεχόμενο τους παραμένει ισχυρό υπό τον όρο ότι δεν απαγορεύεται από το νόμο. Έτσι η απαίτηση να συνεχιστεί μια θεραπεία, ακόμη κι αν είναι ανώφελη, ή η απαίτηση για ευθανασία αποτελούν περιπτώσεις οδηγιών που δεν μπορούν να βρουν εφαρμογή, έστω κι αν οι οικείοι του ασθενούς ή ο ιατρός συμφωνούν με αυτές. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και για τις οδηγίες «μη ανάνηψης» και «μη υποστήριξης», οι οποίες επίσης αντιβαίνουν στην σημερινή νομοθεσία, που δεν αποδέχεται το «letting die», εκτός αν κριθεί ανώφελη η θεραπεία. Γενική αρχή είναι ότι οι επιθυμείες των «διαθηκών ζωής» δεν μπορεί να αντιβαίνουν στην προστασία της ανθρώπινης αξίας του ασθενούς. Αν δε οι οικείοι του ασθενούς διαφωνούν ως προς το αν μια οδηγία πρέπει ή όχι να γίνει σεβαστή, από νομική άποψη (σχετικές προβλέψεις Αστικού Δικαίου) επικρατεί η γνώμη εκείνου που έχει προτεραιότητα στην υποχρέωση διατροφής του ασθενούς, ενώ από ηθική άποψη μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη η γνώμη του θεράποντα ιατρού που όμως απλά συμβουλεύει και δεν αποφασίζει.
Αντίθετα, ο θεράπων ιατρός θα χρειαστεί να αποφασίσει ο ίδιος όταν πρόκειται για επείγον περιστατικό, καθώς έχει ιδιαίτερη δεοντολογική υποχρέωση να παρέχει την φροντίδα και την θεραπευτική αντιμετώπιση που προβλέπεται (αρ. 8 παρ. 4 Ν. 3418/2005), ανεξάρτητα από τις προσωπικές του πεποιθήσεις αλλά σεβόμενος τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές, ηθικές ή πολιτικές απόψεις και αντιλήψεις του ασθενή.
Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, διαφωνία μεταξύ των οικείων και περίπτωση επείγοντος, όπου αυτενεργεί ο ιατρός, αποκτούν ιδιαίτερη κρισιμότητα στην περίπτωση διακοπής της τεχνητής υποστήριξης, στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία και στην ευθανασία, διότι τότε οι επιθυμίες του ασθενούς είναι εξίσου ισχυρές και προκαλούν ηθικό δίλημμα σε όποιον καλείται να αποφασίσει.
Στην ελληνική νομοθεσία η «συμμετοχή σε αυτοκτονία» και επομένως η πράξη υποβοήθησης του προσώπου συνιστά από τον ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο ποινικό αδίκημα (301 ΠΚ). Η δε τεχνητή υποστήριξη για παράταση της ζωής χωρίς κάποια ορατή βελτίωση έχει κάποιο όριο που δικαιολογείται ηθικά λαμβανομένου υπόψη της στασιμότητας της κατάστασης της υγείας του ασθενή, της ενδεχόμενης επιθυμίας να πάψει να ζει ή εικαζόμενη επιθυμία αν δεν μπορούν να εκφράσουν βούληση, την μακρά ψυχολογική, ηθική και οικονομική επιβάρυνση των οικείων τους, την ανάγκη διάθεσης εξοπλισμού εντατικής θεραπείας σε άλλα επείγοντα περιστατικά.
Η απόφαση για την διακοπή της τεχνητής υποστήριξης ισοδυναμεί με την αποδοχή του ενδεχόμενου θανάτου (letting die) και όχι με την επιδίωξη του θανάτου (killing). Στην χώρα μας, ο νόμος επιτρέπει στον ιατρό να αλλάξει προσανατολισμό στη φροντίδα του ασθενούς, μόνο όταν κρίνει ότι η θεραπεία είναι «ανώφελη», κρίση που προέρχεται από επιστημονική αξιολόγηση της αγωγής, η οποία δεν σχετίζεται με τις αξιολογήσεις των συγγενών, που είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης αυτών, ανεξάρτητα από την πορεία της αγωγής.
Αναφορικά, δε, με τις αποφάσεις για το τέλος της ζωής, που συνίστανται στην απαίτηση του ασθενή από τον θεράποντα ιατρό να προβεί σε ενεργητική πράξη που θα επιφέρει τον ανώδυνο θάνατό του, «ευθανασία», ώστε να πάψει ο πόνος η ταλαιπωρία και η αίσθηση της αναξιοπρέπειας, ενώ σε λίγα κράτη η νομοθεσία την επιτρέπει (στην Ευρώπη, η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο) στην χώρα μας η νομοθεσία την απαγορεύει χαρακτηρίζοντάς την ποινικό αδίκημα, ελαφρότερο πάντως από την ανθρωποκτονία (αρ. 300 ΠΚ) «ανθρωποκτονία με συναίνεση».
Πέρα από τη μορφή της διαθήκης ζωής, οι προγενέστερες οδηγίες μπορούν να λάβουν τη μορφή της εξουσιοδότησης ενός τρίτου προσώπου, προκειμένου να λάβει εκείνο τις κρίσιμες για την υγεία του ασθενή αποφάσεις κατά το χρόνο αδυναμίας έκφρασης του τελευταίου.
Σε αντίθεση με τον Αυστριακό, τον Γερμανό αλλά και άλλους ευρωπαίους νομοθέτες, ο Έλληνας νομοθέτης δεν έχει λάβει ρητή θέση αναφορικά με το ζήτημα της ισχύος των διαθηκών ζωής στην ημεδαπή έννομη τάξη· το γεγονός αυτό στρέφει αναγκαία τη μελέτη του ζητήματος σε διατάξεις που βρίσκονται σε τρίτα νομοθετήματα και το αντικείμενό τους είναι σχετικό. Ο θεσμός της διαθήκης ζωής, ως επιμέρους έκφραση της αυξανόμενης σημασίας που έχει προσλάβει για το ιατρικό δίκαιο η αρχή της «συναίνεσης κατόπιν ενημέρωσης» και η κατανομή ευθυνών μεταξύ ασθενή και ιατρού, εμφανίζεται με έμμεσο ή μη τρόπο στις διατάξεις τόσο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Ν 2619/1998) όσο και του ΚΙΔ (Ν 3418/2005).
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 9 του Ν 2619/1998 ορίζεται ότι «Οι προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες του ασθενούς σχετικά με ιατρική επέμβαση θα λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου για ασθενή, ο οποίος, κατά το χρόνο της επέμβασης, δεν είναι σε θέση να εκφράσει τις επιθυμίες του»∙ διατύπωση από την οποία συνάγεται τουλάχιστον η αναγνώριση του θεσμού των διαθηκών ζωής, καθόσον οι υπεύθυνοι για τη θεραπευτική αγωγή του ασθενή δεν μπορούν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εν λόγω διάταξη, να αγνοήσουν τις σχετικές επιθυμίες του τελευταίου, εφόσον τις εξέφρασε, ενόσω διέθετε ακόμα ικανότητα βούλησης. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 2 του Ν 3418/2005 προβλέπεται ότι «Ο ιατρός λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες που είχε εκφράσει ο ασθενής, ακόμη και αν, κατά το χρόνο της επέμβασης, ο ασθενής δεν είναι σε θέση να τις επαναλάβει».
Στο ελληνικό δίκαιο, διατυπώνεται η θέση ότι οι διαθήκες ζωής μπορούν να εκτιμώνται ως «τεκμήρια εικαζόμενης συναίνεσης» του συντάκτη τους και συνακόλουθα να λειτουργήσουν ως λόγος άρσης της κατ’ άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του ιατρού να δράσει προς αποτροπή της επέλευσης του θανάτου, τη στιγμή που υπό διαφορετικές συνθήκες θα ανέκυπτε το ενδεχόμενο κατάφασης ποινικής ευθύνης για ανθρωποκτονία τελούμενη διά παραλείψεως.
Το ιατρικό καθήκον επέμβασης θα μπορούσε καταρχάς να οριοθετηθεί με γνώμονα την αξιοπρέπεια του ατόμου ως ασθενή, στην προστασία της οποίας κατέτεινε μεταξύ άλλων και η ψήφιση του νέου ΚΙΔ· Αντίστοιχα θα μπορούσε να αξιολογηθεί το κριτήριο της ελάχιστης ποιότητας ζωής για την οριοθέτηση της δράσης του θεράποντος ιατρού, υπό την έννοια της υγείας του προσώπου και της διατήρησης εκείνων των βιολογικών λειτουργιών που θα επιτρέπουν στο τελευταίο να είναι αυτόνομο και να μην ετεροκαθορίζεται. Ακόμα και μια ζωή συνδεδεμένη με αφόρητους πόνους είναι δυνατόν να διατηρεί την απαιτούμενη ελάχιστη ποιότητα για τον φορέα της, ο οποίος έχει επιλέξει να αυτοπροσδιορίζεται.
Οι ιατροί, εντούτοις, έχουν υποχρέωση να διατηρούν στη ζωή έναν άνθρωπο με κάθε μέσο, μόνο όταν αυτός μπορεί να συνεχίσει να ζει ως αυτοτελής οντότητα· αντίθετα δεν έχουν υποχρέωση να διατηρούν απλώς σε λειτουργία τα όργανά του, όταν αυτή η προοπτική πλέον δεν υφίσταται. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι και η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής στην έκθεσή της με θέμα την «Τεχνητή παράταση της ζωής» τονίζει το εξής: «…η τεχνητή παράταση των βιολογικών λειτουργιών, χωρίς ελπίδα θεραπείας, μπορεί να θεωρηθεί «βλάβη» και μάλιστα να βιώνεται από τον ίδιο τον ασθενή ως τέτοια».
Συνοψίζοντας καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι έγκειται στην αναγκαιότητα της ρητής νομοθετικής ρύθμισης και ιδίως στην κατεύθυνση της δικαιικής αναγνώρισης του θεσμού των διαθηκών ζωής ως ασφαλούς κριτηρίου απόδοσης της αυθεντικής βούλησης του ασθενή και οριοθέτησης του ιατρικού καθήκοντος.
Με στόχο την επίτευξη διαφάνειας όσον αφορά στα ζητήματα του τέλους της ανθρώπινης ζωής και την αποφυγή προσφυγής σε επισφαλείς παραδοχές, όπως η εικαζόμενη βούληση, αναδεικνύεται αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση, η οποία θα μπορούσε να κινηθεί στην κατεύθυνση της ρητής αναγνώρισης του δικαιώματος σύνταξης διαθήκης ζωής σε ενήλικα και ικανά να εξωτερικεύσουν τη βούλησή τους άτομα, το περιεχόμενο της οποίας θα καθίσταται δεσμευτικό, εφόσον: i) έχει προηγηθεί προηγούμενη ενημέρωση του ατόμου αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του, τους υπάρχοντες κινδύνους, τις θεραπευτικές δυνατότητες και εναλλακτικές λύσεις, ii) έχει τηρηθεί συμβολαιογραφικός τύπος, έτσι ώστε σε περίπτωση ενεργοποίησης της διαθήκης ζωής ο συμβολαιογράφος, ένα πρόσωπο με τα απαιτούμενα εχέγγυα αμεροληψίας, να ενημερώνει τον αντίστοιχο αρμόδιο κρατικό φορέα που θα εγγυάται και την ασφάλεια του απορρήτου69, iii) το περιεχόμενο της διαθήκης ζωής είναι σαφές και συγκεκριμένο και ανταποκρίνεται στην κατάσταση της υγείας που αντιμετωπίζει ο διαθέτης, iv) αναγνωρίζεται η δυνατότητα ελεύθερης και απροϋπόθετης ανάκλησης της διαθήκης, v) η τελευταία επικαιροποιείται-ανανεώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και, τέλος, vi) σε περίπτωση αμφιβολίας ενεργοποιείται η κρίση ενός ανεξάρτητου ιατρικού συμβουλίου ή παρεμβαίνει η δικαστική εξουσία, β) παραλλήλως με τη ρητή αναγνώριση του δικαιώματος του ιατρού να προβάλει την κατ’ άρθρο 2 παρ. 5 του ΚΙΔ ένταση ηθικής συνείδησης σε περίπτωση απροθυμίας του (είτε για επιστημονικούς είτε για ηθικούς-θρησκευτικούς λόγους) να αναλάβει ως θεράπων ιατρός ασθενή, ο οποίος έχει συντάξει διαθήκη ζωής και γ) εναλλακτικά με τη θέσπιση δυνατότητας ορισμού ειδικού πληρεξουσίου για τα θέματα υγείας, άλλως με την αναμόρφωση του θεσμού του δικαστικού συμπαραστάτη μέσω της τροποποίησης των σχετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα.
Το αληθές συμφέρον τόσο του ασθενή (υπό την έννοια της προστασίας του από καταχρήσεις, της ανάγκης ανακούφισης του από τους πόνους και της εξασφάλισης ενός αξιοπρεπούς με βάση την προσωπική του αντίληψη θανάτου) όσο και του ιατρού (υπό την έννοια της απεμπλοκής από την ανασφάλεια και το φόβο τιμώρησης που οδηγούν σε αμυντική άσκηση της ιατρικής) επιβάλλει τη σαφή νομοθετική ρύθμιση του προκείμενων ζητημάτων. Κρίνεται επομένως ιδιαίτερα σκόπιμη η επιλογή μιας λύσης που θα προσανατολίζεται στην εμπέδωση του σεβασμού των επιλογών του κάθε ασθενή και στην κατοχύρωση της ελευθερίας του τελευταίου να επιλέγει το «ευ θνήσκειν», όταν φρονεί ότι αυτή η επιλογή συνάδει με τις αντιλήψεις του για το «ευ ζειν».
Η E-LAWSPENTZOU είναι μια νέα ηλεκτρονική πύλη που προσφέρει έναν ευέλικτο τρόπο παροχής νομικών υπηρεσιών στον ιδιώτη και την επιχείρηση εμπνευσμένο από την φιλοσοφία της αρμονικής συνένωσης της σύγχρονης τεχνολογικής και διαδικτυακής πραγματικότητας με την καινοτομία, την πρωτοπορία και την ασφάλεια παροχής υπηρεσιών σε έναν κλάδο που από την φύση του είναι συνυφασμένος με την παράδοση και την γραφειοκρατία. Τον κλάδο του Δικαίου και της παροχής Νομικής Προστασίας.
Δευτέρα - Παρασκευή: 09:00 - 17:00